έκθυση

έκθυση
η (Α ἔκθυσις)
εμφάνιση εξανθημάτων στο δέρμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • έκθυσις — (I) ἔκθυσις, η (Α) βλ. έκθυση. (II) ἔκθυσις, η (Α) εξιλαστήρια θυσία, εξαγνιστική τελετή …   Dictionary of Greek

  • έρπης — Ιογενής πάθηση του δέρματος και των βλεννογόνων, που χαρακτηρίζεται από φυσαλιδώδες εξάνθημα. Διακρίνεται στον απλό έ. και στον έ. ζωστήρα. Ο απλός έ. είναι ιδιαίτερα συχνή νόσος, που προσβάλλει κατά προτίμηση τις περιοχές γύρω από το στόμα, τη… …   Dictionary of Greek

  • πεμφιγοειδές — το ιατρ. χρόνια γενικευμένη δερματοπάθεια που χαρακτηρίζεται από την έκθυση φυσαλλίδων που είναι γεμάτες από ορό, εμφανίζεται στους ηλικιωμένους και, μολονότι προκαλεί εξασθένηση, δεν αποβαίνει θανατηφόρα, αλλ. καλοήθης πέμφιγα. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”